- μισθάριο(ν)
- το (Α μισθάριον) [μισθός]1. μικρός, πενιχρός μισθός2. εξευτελιστική πληρωμή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-άριο — (AM άριον) κατάλ. ουδ. ουσιαστικών με επίδοση τόσο στην Αρχαία και Μεσαιωνική όσο και στη Νεοελληνική. Ειδικότερα, στην Αρχαία Ελληνική σχηματίστηκαν υποκοριστικά ουδ. σε άριον από ουσιαστικά με θ. σε αρ + υποκορ. κατάλ. ιον πρβλ. εσχάρα εσχάριον … Dictionary of Greek